τροπαιούχος

τροπαιούχος
Ορεινός οικισμός (υψόμ. 700 μ.) του νομού Φλώρινας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (12 τ. χλμ.).
* * *
-α, -ο / τροπαιοῡχος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, Ν
αυτός που έχει τρόπαια, νικητής, θριαμβευτής
μσν.
προσωνυμία Βυζαντινών αυτοκρατόρων
αρχ.
1. αυτός για τον οποίο έχουν ανεγερθεί τρόπαια («Ζεὺς τροπαιοῡχος», Αριστοτ.)
2. προσωνυμία Ρωμαίων αυτοκρατόρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρόπαιον + -οῦχος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τροπαιούχος — α, ο αυτός που του έστησαν τρόπαιο, νικητής, θριαμβευτής: Γύρισε νικητής και τροπαιούχος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τροπαιούχοις — τροπαίουχος having masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροπαιούχοισιν — τροπαίουχος having masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροπαιούχου — τροπαίουχος having masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροπαιούχους — τροπαίουχος having masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροπαιούχων — τροπαίουχος having masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροπαιούχῳ — τροπαίουχος having masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φερέτριος — ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Διός) τροπαιούχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. Feretrius «τροπαιούχος», προσωνυμία τού Διός] …   Dictionary of Greek

  • τροπαιουχώ — έω, Μ [τροπαιοῡχος] είμαι τροπαιούχος …   Dictionary of Greek

  • Tropaevchvs — TROPAE ÉCHVS, i, Gr. Τροπαιοῦχος, ου, oder …   Gründliches mythologisches Lexikon

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”